Αν ανήκεις στο επίμαχο ηλικιακό κουτάκι μάλλον θυμάσαι πως το σημείο ζενίθ κάθε μαθητικού / φοιτητικού πάρτι το 1997-‘98 ήταν η στιγμή που ακούγονταν οι πρώτες νότες της εισαγωγής για το «μικρό παιδί και άξιο παλικάρι» και εσύ κατέληγες να χτυπιέσαι και να χοροπηδάς αγκαλιά με τους φίλους σου –που ευτυχώς εσένα δεν σε αφήναν, για το αν σε φτύνανε οι γκόμενες διατηρώ μια μικρή επιφύλαξη. Και αν πλέον ξέρουμε πολύ καλά πως το μικρό παιδί γύρισε στη φύση, αναρωτηθήκαμε άραγε ποτέ τι έγινε στο συγκρότημα που έκανε λίγο πιο κεφάτη την εφηβεία μας;
Τέσσερις τηλεφωνικές συνομιλίες χρειάστηκαν για να συνθέσω όλα τα κομμάτια της αποστολής «βρες πού είναι οι Ψόφιοι Κοριοί σήμερα». Το εναλλακτικό σενάριο ήταν να ταξιδέψω σε τρεις διαφορετικές πόλεις, καθώς ο τραγουδιστής Βαγγέλης Νεραντζας είναι εγκατεστημένος στον Βόλο, ο κιθαρίστας Φάνης Βαλλιάζης μένει με την οικογένεια του στη Λάρισα, ενώ ο ντράμερ Δημήτρης Μυταφίδης και ο μπασίστας Γιώργος Κράλλης είναι στη Ξάνθη.

Κανείς τους λοιπόν δεν είναι στην Αθήνα κυνηγώντας τη «μεγάλη μουσική καριέρα». Ο ένας μετά τον άλλον μου επιβεβαιώνουν πως το σενάριο μετακόμισης στην Αθήνας δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους και όπως μου είπε και ο Φάνης, ακόμα και στην περίοδο της μεγάλης τους επιτυχίας διατήρησαν ως ορμητήριο τους τη Ξάνθη και κατέβαιναν στην Αθήνα μόνο για τα live τους. Ο Βαγγέλης μου εξηγεί πως «Θέλαμε να κάνουμε μουσική, αλλά στα δικά μας όρια. Σίγουρα στην Αθήνα θα είχαμε άλλες δυνατότητες και θα διευρύναμε τον κύκλο μας, εμείς όμως ποτέ δεν σκεφτήκαμε να παρατήσουμε τις δραστηριότητες και τις σχολές μας, για να κυνηγήσουμε μια επαγγελματική μουσική καριέρα». Ο Δημήτρης συμφωνεί «Εξ αρχής δεν πιστεύαμε σε μια μεγάλη καριέρα. Ποτέ δεν θεωρήσαμε πως το κάνουμε επαγγελματικά, ούτε καν όταν υπογράψαμε το συμβόλαιο με τη Virgin. Η μόνη διαφορά ήταν πως ξεφύγαμε από τα όρια της πόλης μας και κάναμε πλέον live σε όλη τη χώρα».
Θυμάται το πρώτο τους live στην Αθήνα, στο θρυλικό Ρόδον, και γελάει: «Τα παιδάκια από το χωριό! Δεν ξέραμε καν πού πάμε. Γνωρίζαμε μεν το Ρόδον ως όνομα και ως χώρο, αλλά δεν είχαμε παρακολουθήσει ποτέ κάποιο live εκεί. Συν τοις άλλοις η δισκογραφική βιάζονταν εξαιρετικά να κυκλοφορήσει το video clip μας οπότε παράλληλα θα γινόταν και βιντεοσκόπηση. Πρώτη μας εμφάνιση και φτάσαμε σε ένα ασφυκτικά γεμάτο χώρο και με τον σκηνοθέτη από κάτω. Ήταν δύσκολη στιγμή για εμάς, νιώθαμε πως όλοι περίμεναν τους «πιτσιρικάδες φαινόμενο». Προσωπικά ζορίστηκα, θυμάμαι πόσο σφιχτά κρατούσα τις μπαγκέτες γιατί φοβόμουν πως θα μου φύγουν από τα χέρια! Μας έδωσε όμως μεγάλη δύναμη το ότι ο κόσμος ήξερε τους στίχους και τραγουδούσε μαζί μας».
Το όνειρο που έγινε πραγματικότητα
Η ιστορία των Ψόφιων Κοριών θυμίζει μία κλασική αφήγηση φοιτητικού συγκροτήματος: «Ήμασταν στην Ξάνθη, τέσσερις γνωστοί παύλα φίλοι που ξεκινήσαμε να κάνουμε τις πρόβες τον χειμώνα του 1995-’96 σε ηλικίες 18- 19 χρονών. Υπήρχε ένα προβάδικο όπως το λέγαμε μέσα στις φοιτητικές εστίες του πανεπιστημίου, μαζευόμασταν εκεί και κάναμε συνεχόμενες πρόβες, είχαμε βρει την χαρά μας. Σχεδόν αμέσως αποφασίσαμε να παίζουμε και δικά μας κομμάτια. Ήμασταν πολύ παραγωγικοί, σε σύντομο διάστημα είχαμε την Όμορφη Πόλη, τη Φυλακή και τον Γυάλινο Κόσμο. Εκείνη την εποχή μας καλέσανε και σε μια συναυλία, εμείς όμως ακόμα δεν είχαμε καν όνομα. Αρχίσαμε να λέμε ιδέες και κάποια στιγμή ειπώθηκε και το Ψόφιοι Κοριοί. Μας άρεσε επειδή είχε αναφορά και στον Μπάμπη τον Φλου που τον παίζαμε τότε, οπότε αν και βιαστική η ονομασία μας άρεσε πολύ και το καθιερώσαμε». Με το που συγκέντρωσαν το υλικό τους έκαναν δύο επισκέψεις στη Θεσσαλονίκη, στο στούντιο του Γιώργου Μάνια, όπου εκείνη την περίοδο είχαν ηχογραφήσει οι Τρύπες τον δίσκο τους 9 πληρωμένα τραγούδια. Ο ίδιος ο Μάνιας τους πρότεινε να στείλει το demo τους στη Virgin και λίγο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο τους. O Δημήτρης προσπαθεί να θυμηθεί: «Νομίζω μίλησαν με τον Μανούσο Νικολαΐδη, τον πρώην μπασίστα μας. Όταν με πήρε να μου το πει στην αρχή δεν τον πίστευα. Το ίδιο βράδυ μαζευτήκαμε και αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα για το τι θα γίνει. Με το που βγήκε ο δίσκος με την ονομασία Outro η Virgin τον προώθησε αμέσως στα ραδιόφωνα από τα οποία είχαμε πολύ καλή ανταπόκριση. Βέβαια εμείς στην Ξάνθη δεν είχαμε το ακριβές feedback του τι συμβαίνει. Θυμάμαι με έπαιρναν παλιοί συμμαθητές που έμεναν στην Αθήνα και μας έλεγαν«εδώ παίζει παντού το τραγούδι σας και όλοι χτυπιούνται». Εμείς το ζήσαμε όλο αυτό από απόσταση».
Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι το αίσθημα να είσαι 19 – 20 χρονών και να μπορείς να σβήσεις από τη λίστα σου τη φράση «Να έχω το δικό μου συγκρότημα και το τραγούδι μας να παίζει παντού». Ο Βαγγέλης συμφωνεί πως στην αρχή τουλάχιστον δεν βιώσανε την επιτυχία τους στην πραγματική της διάσταση, αλλά οι φίλοι και οι γνωστοί τους ήταν αυτοί που τους μετέφεραν το κλίμα «Βέβαια πρέπει να γίνει αναγωγή και στην ηλικία που ήμασταν. Χωρίς να έχουμε εμπειρία από το σανίδι μας συνέβη κάτι πολύ μεγάλο. Δεν ήμασταν παιχτούρες, το ξέραμε, κάναμε απλά αυτό που μας ευχαριστούσε. Εντάξει, βοήθησε και η τύχη και η συγκυρία. Εκείνη την περίοδο ήταν πολλά τα ροκ συγκροτήματα, είχαν πέραση και οι δισκογραφικές αντίστοιχα ανοίχτηκαν και τα στήριξαν. Μέσα σε όλους που περάσανε ήμασταν και εμείς».
Η συγκατοίκηση στη Θεσσαλονίκη
Το 1999 με 2000 και μετά τον στρατιωτικό τους αποφάσισαν να κάνουν έδρα τους τη Θεσσαλονίκη, καθώς ο Φάνης ήταν ήδη εκεί «Αποφασίσαμε πως θα προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε το όνειρό μας». Ο Γιώργος θυμάται πως «μέναμε Δελφών με Μπότσαρη. Είχαμε όλοι τις δουλειές μας και μαζευόμασταν αργά το βράδυ στο σπίτι, μαγειρεύαμε και μετά όσο πιο χαμηλά μπορούσαμε παίζαμε μουσική. Είχαμε έναν παππούλη που κοπανούσε το ταβάνι του με το σκουπόξυλο». Ο δεύτερος δίσκος του συγκροτήματος «Σήμερα είναι η μέρα σου κυκλοφόρησε το 2000 και όπως οι ίδιοι λένε «πήγε άπατος». Εξηγούν πως ούτε οι ίδιοι τον υποστήριξαν όσο έπρεπε, αλλά και πως την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να σβήνει το ελληνικό ροκ και να αναδεικνύεται το έντεχνο. Ρωτάω τον Βαγγέλη αν πιστεύει πως ίσως ο κόσμος περίμενε να έχει και ο δεύτερος δίσκος ένα τραγούδι αντίστοιχο της Επιστροφής. «Τώρα που το σκέφτομαι το πιο πιθανό είναι να το περίμενε. Σαν δεύτερη και πιο ώριμη σκέψη, και μιλάω αυτή τη στιγμή από την πλευρά ενός ακροατή, θα ήθελα να δω και τη μουσική εξέλιξη ενός συγκροτήματος. Είναι πολύ υγιές να εξελίσσεσαι».

Ο Γιώργος εξηγεί πως στη Θεσσαλονίκη «Περιμέναμε να κάνουμε πιο συχνά live. Σταδιακά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την καθημερινότητα. Έπρεπε να συνεχίσουμε τις ζωές μας, να μπορούμε να συντηρούμε τους εαυτούς μας».Τους ρωτάω αν την περίοδο της μεγάλης τους επιτυχίας έβγαλαν χρήματα και ο Βαγγέλης απαντάει πως «Βγάλαμε πολύ καλά χαρτζιλίκια από τις συναυλίες μας. Ουσιαστικά ήταν ποσά που μας επέτρεπαν να μην μας συντηρούν οι γονείς μας και να μπορούμε να περνάμε πολύ καλά στην καθημερινότητα, αλλά λεφτά με την έννοια ότι έκανα κομπόδεμα σε καμία περίπτωση». Κάπως έτσι διαλύθηκε σταδιακά η συγκατοίκηση, όπως και το συγκρότημα, καθώς τα μέλη του σκορπιστήκανε. «Ήταν πολύ ωραίο αυτό που ζήσαμε αλλά ήταν μεγαλύτερη η βιοποριστική ανάγκη, το να σταθούμε στα πόδια μας. Δεν υπήρχε λόγος να το βιάσουμε». Όλοι συμφώνησαν πως στεναχωρήθηκαν, αλλά τους βοήθησε το γεγονός πως η διάλυση έγινε σταδιακά και πως στο πίσω μέρος του μυαλού τους δεν ήταν μια οριστική απόφαση. «Δεν βιώσαμε απόρριψη. Ήταν όμως η φυσική εξέλιξη ενός φοιτητικού συγκροτήματος. Δεν διαλυθήκαμε τυπικά, διαλυθήκαμε ουσιαστικά», διευκρινίζουν.
Η Επιστροφή
Πέρσι με αφορμή τα γενέθλια του ΝτίλιΝτίλι, του μαγαζιού που είναι συνέταιρος ο Δημήτρης, οι Ψόφιοι Κοριοί ενώθηκαν για μία εμφάνιση στη Ξάνθη. Σχολιάζουν πως «Ήταν τόσο γλυκό και τόσο ωραίο το πώς βρεθήκαμε στη σκηνή και κάναμε ένα πολύ καλό live, χωρίς ούτε μία πρόβα, μετά από 12 χρόνια».
Τους ρώτησα για το playlist που επέλεξαν. «Εννοείται πως παίξαμε την Επιστροφή!» είπε ο Γιώργος και προσπαθούσε να θυμηθεί και τα υπόλοιπα κομμάτια, ενώ ο Βαγγέλης μου εξήγησε το πώς γράφτηκε το τραγούδι που έγινε από την πρώτη στιγμή και το σήμα κατατεθέν τους: «Γράφτηκε σε μία πρόβα. Μια μέρα ήρθε ένας φίλος ο Κώστας που είχε σκεφτεί ένα δίστιχο και μας το είπε ως ιδέα. Μας έδωσε έτσι τη σπίθα και εμείς το ίδιο απόγευμα βγάλαμε τους στίχους της «Επιστοφής» με απίστευτη ευκολία. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Είναι ένα πολύ ευχάριστο τραγουδάκι, αλλά εμείς στο μυαλό μας το είχαμε απλά για χαβαλέ. Όταν πήγαμε να κάνουμε την πρώτη ηχογράφηση δεν το υπολογίζαμε. Τελειώσαμε με τα υπόλοιπα τραγούδια και είπαμε «Άντε δεν γράφουμε και αυτό αφού έχουμε μια ωρίτσα ακόμα;». Η δισκογραφική νομίζω το κατάλαβε πως αμέσως πως αυτό θα γίνει χιτάκι. Τα έμπειρά αυτιά του Γιάννη Πετρίδη το ξεχώρισαν ως κράχτη. Χωρίς φυσικά αυτό να υποβαθμίζει τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου».
Ο Δημήτρης θυμάται «Ο “νούμερο 2” στην ιεραρχία της Virgin με το που το άκουσε είπε «δεν γίνεται να παίξει έτσι, θα έχουμε πρόβλημα!» αλλά ο “νούμερο ένα», ο Γιάννης Πετρίδης είπε πως «αυτό θα σκίσει δεν θα πειράξουμε τίποτα». Τελικά το video clip κυκλοφόρησε σε δύο εκδοχές, η μία ήταν με “μπιπ” στη λέξη χασίσι. Είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε αυθόρμητα, βγάζει μια εφηβεία, αυτή είναι η αλήθεια του. Ηλικιακά και καλλιτεχνικά μπορείς να το πεις και άγουρο, μπορεί να μην ήταν καν μουσικά άρτιο. Στην πραγματικότητα όμως αυτό ήμασταν, μια παρέα τεσσάρων πιτσιρικάδων που τα σπάγαμε».
Ο Γιώργος Κράλλης o μπασίστας που μπήκε στο συγκρότημα τα τελευταία χρόνια και δεν είχε προλάβει τη δημιουργία του πρώτου δίσκου εξηγεί πως όταν το έπαιζαν ήταν αγαπημένη του στιγμή «όχι μόνο επειδή ήταν το χιτ μας, αλλά επειδή ήταν εύκολο κομμάτι και δεν χρειαζόταν να είμαι φουλ συγκεντρωμένος, μπορούσα να κάνω χαβαλέ, να ζω τη στιγμή και να χοροπηδάω».
«Πώς και μας θυμηθήκατε;»:Αυτή ήταν μία από τις πρώτες ερωτήσεις που έθεσε σε μένα ο Βαγγέλης. Νομίζω πως όπως και τα υπόλοιπα συγκροτήματα εκείνης της περιόδου στην πραγματικότητα δεν τα ξεχάσαμε ποτέ, τα εντάξαμε απλά σε μία εποχή που έχει μεν περάσει, αλλά επιστρέφει στις αναφορές και τα ακούσματα μας. Οι ίδιοι άραγε πώς νιώθουν για το δικό τους παρελθόν; Στα μηνύματα και τα τηλεφωνήματα που ανταλλάξαμε για να κανονίσουμε τις συνεντεύξεις διαπίστωσα πως η επικοινωνία μεταξύ τους είναι συχνή και ουσιαστική. Γνωρίζει ο ένας τα προγράμματα του άλλου, τις δουλειές, τις υποχρεώσεις του. Ακόμα εξάλλου αναφέρονται στους εαυτούς τους ως «κοριοί».
Ο Βαγγέλης που δεν σταμάτησε να ασχολείται ενεργά με τη μουσική αναφέρει πως «Η αλήθεια είναι ότι έφυγα από τη Θεσσαλονίκη το 2002 και για πολλά χρόνια δεν μπορούσα να κάνω μπάντα στον Βόλο, για μένα η μουσική είναι η παρέα». Ο Γιώργος μου εξηγεί πως πλέον δεν ασχολείται με τη μουσική, αλλά έχει αφιερωθεί στο 2ο πάθος του, το σχέδιο και τα ψηφιακά εφέ. Ο Φάνης δηλώνει ανενεργός μουσικά, ενώ ο Δημήτρης μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ του μαγαζιού και της οικογένειας του. Την περίπτωση της επανασύνδεσης για κάποια εμφάνιση τη στηρίζουν όλοι. «Οι Κοριοί δεν έσβησαν. Απλά δεν είμαστε χιλιομετρικά κοντά. Αν προκύψει ένα live που να μας βολεύει και να μας αρέσει θα το κάνουμε και θα το ευχαριστηθούμε». Κάνοντας μια βόλτα στα σχόλια που ακόμα αφήνει ο κόσμος στα video τους στο youtube, μία τέτοια συναυλία δεν θα την ευχαριστηθούν μόνο οι ίδιοι, αλλά και όλοι εμείς που τους γνωρίσαμε στο τέλος της δεκαετίας του ’90, όπως και οι νεότεροι που τώρα μαθαίνουν την ιστορία του ελληνικού ροκ. Οι Ψόφιοι Κοριοί μπορεί να ήταν ένα σύντομο κεφάλαιο, πρόλαβαν όμως να συμπεριληφθούν έστω και στις τελευταίες σελίδες του τόμου.
Τώρα που το σκέφτομαι, σε μία τέτοια επανένωση ούτε καν ο Μπάμπης ο Φλου δεν θα παρέμενε ψόφιος, παρά μόνο θα δήλωνε “κοριός”.